τρισχιλιετής

τρισχιλιετής
ης, ες трёхтысячелетний

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τρισχιλιετής" в других словарях:

  • τρισχιλιετής — ές / τρισχιλιέτης, ις, ίετες, ΝΑ αυτός που καλύπτει χρονικό διάστημα τριών χιλιάδων ετών («η τρισχιλιετής ιστορία τού νησιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + ετής / έτης (< ἔτος), πεντα ετής / έτης] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»