- τρισχιλιετής
- ης, ες трёхтысячелетний
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρισχιλιετής — ές / τρισχιλιέτης, ις, ίετες, ΝΑ αυτός που καλύπτει χρονικό διάστημα τριών χιλιάδων ετών («η τρισχιλιετής ιστορία τού νησιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + ετής / έτης (< ἔτος), πεντα ετής / έτης] … Dictionary of Greek